- θρησκομανία
- ηη θρησκοληψία.[ΕΤΥΜΟΛ. < θρησκομανής. Η λ. μαρτυρείται στον Δανιήλ Φιλιππίδη].
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.
θρησκομανία — η θρησκοληψία … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
θρησκοπάθεια — η η θρησκομανία. [ΕΤΥΜΟΛ. < θρήσκος + πάθεια (< παθής < θ. παθ πρβλ. έ παθ ον τού πάσχω*), πρβλ. α πάθεια, ευ πάθεια] … Dictionary of Greek